- παντοίος
- -α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)αρχ.1. οποιοσδήποτε, καθένας2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῑος γενόμενος ὑπὲρ τοῡ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).επίρρ...παντοίως ΝΜΑμε όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].
Dictionary of Greek. 2013.